Mad Max (1979) **

max_500

Μισόχαζα μπατσόνια με δερμάτινα, εκπροσωπούν το νόμο στο κοντινό μέλλον, στις αχανείς λεωφόρους της Αυστραλίας. Ο πιο κουλ από δαύτους είναι ο Μαξ Ροκατάνσκι (Μέλ Γκίμπσον), που περιπολεί τους δρόμους με ένα φτιαγμένο μαύρο Ford (με κινητήρα nitro) και έχει να αντιμετωπίσει λυσσασμένους μηχανόβιους, που συμπεριφέρονται σαν αγρίμια. Όταν ο Μαξ σκοτώσει σε μια καταδίωξη τον ψυχοπαθή κατάδικο Nightrider, μια ολόκληρη συμμορία μοτοσικλετιστών, με αρχηγό τον Δακτυλοκόφτη (!) θα ζητήσει αντίποινα. Πρώτο θύμα τους ο αδιάφορος αστυνομικός Τζίμ ο Χήνας, αλλά στη συνέχεια, τα πράγματα σοβαρεύουν και γίνονται, πολύ πιο προσωπικά. Η γυναίκα του Μαξ, που παίζει σαξόφωνο και το μωρό της, που παίζει με ένα ρεβόλβερ (δεν κάνω πλάκα), παρασέρνονται στην άσφαλτο από τους αγροίκους και ο ήρωας μας, μετατρέπεται, σε αδίστακτο τιμωρό εκδικητή.

Πάνω-κάτω όλοι θα συμφωνήσουν, ότι το σενάριο στο Μάντ Μαξ: Ο Εκδικητής της Νύχτας, δεν είναι και το δυνατό του σημείο. Είναι για να είμαστε ακριβείς, εντελώς επίπεδο και προβλέψιμο στην εξέλιξή του. Θυμίζει αρχετυπικό γουέστερν και φέρνει στο νου, τις ανάλογες αστυνομικές περιπέτειες του Dirty Harry, με την ηθική-λάστιχο και την αποθέωση της αυτοδικίας. Στην εποχή της, κάποιοι θεατές σοκαρίστηκαν με την ακραία βία και σε πολλές χώρες,  όπως στη Γαλλία, απαγορεύτηκε η προβολή της. Αυτό δεν την εμπόδισε βέβαια, να γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία (100 εκ.$), χτίζοντας το παραπλανητικό μύθο ενός ολίγον παρεξηγήσιμου, σκληρού σε εικόνες, b-movie. Ακόμη όμως και με τα τότε δεδομένα, το αίμα δεν αφθονεί στην οθόνη και οι περισσότεροι θάνατοι, συμβαίνουν off screen. Υπήρξε πιθανόν, το σοκ του χαμού του μωρού, που προκάλεσε τέτοια αντίδραση και λειτούργησε στο να αποκτήσει η ταινία, μια πιο σκληροτράχηλη όψη.

Ο ελληνικής καταγωγής, 34χρονος τότε, σκηνοθέτης Τζόρτζ Μίλερ, στο (καλτ, αλλά κάργα υπερεκτιμημένο) ντεμπούτο του, κρατά ένα στακάτο ρυθμό και δίνει βάρος, στη κινηματογράφηση νευρικών σκηνών δράσης. Το περιορισμένο μπάτζετ των 300 χιλ. δολαρίων, δεν του δίνει φυσικά την ευχέρεια, να αποδείξει και το ταλέντο του σε εύρος, αλλά και η διαχείριση εκ μέρους του, των ερμηνειών της ταινίας, είναι ένα θέμα. Ο άγουρος Γκίμπσον, παρά την ταιριαστή κοψιά του, δεν είναι αρκετά πειστικός, ενώ και όλοι οι συμπρωταγωνιστές του, μοιάζουν να παίζουν ως ερασιτέχνες ηθοποιοί. Μόνο ελάχιστα πριν το φινάλε, διαφαίνεται ένα γυάλισμα στο μάτι του Παλαβού Μαξ, που φανερώνουν ένα κάποιο, ψυχοπαθολογικό παραστράτημα. Που εκδηλώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό, στα σίκουελ που ακολούθησαν.

Σχολιάστε