Artist, The (2011) *****

Η προσέλευση των Αμερικανών στους κινηματογράφους διπλασιάστηκε, από 57 εκατομμύρια το 1927, σε 110 εκατομμύρια το 1930. Η Χρυσή εποχή του Χόλυγουντ είχε μόλις ξεκινήσει και οφειλόταν στην είσοδο του ήχου στο σινεμά. Για κάποιους όμως, αυτή η μετάβαση υπήρξε οδυνηρή. Οι ομιλούσες ταινίες κατέστρεψαν καριέρες εκείνη τη τριετία, με πιο κλασική περίπτωση, εκείνη του Τζόν Γκίλμπερτ. Ο θερμός εραστής του βωβού κινηματογράφου είχε καθιερωθεί ως μέγα αστέρας στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Ωστόσο, όταν έκανε το ντεμπούτο του σε ομιλούσα ταινία το ’29, η φωνή του ακουγόταν πιο λεπτή απ’ το φυσιολογικό και δεν ταίριαζε με την εικόνα του σκληρού άντρα, που συνήθως έπαιζε. Το κοινό τον γιουχάισε και η σταδιοδρομία του τερματίστηκε άδοξα. Πέθανε τσακισμένος από το ποτό και την αποτυχία το 1936, σε ηλικία μόλις 38 ετών.

Με βασική αφετηρία τις πρωτοφανείς αυτές αλλαγές στη βιομηχανία του θεάματος και την πτώση των ειδώλων εκείνης της περιόδου, ο γάλλο-λιβανέζος σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους, αγκαζέ με τη γυναίκα του, ηθοποιό Μπερενίς Μπεζό και τον πρωταγωνιστή των παρωδιών του, που μέχρι σήμερα γύριζε στη πατρίδα του, Ζαν Ντι Ζαρντέν, κάνει το αδύνατο δυνατό. Έναν ασπρόμαυρο, βωβό φόρο τιμής, στο τέλος αυτής της εποχής, που κερδίζει βραβεία στις Κάννες, φορτσάρει στις Χρυσές Σφαίρες και συναντάται στις κορυφαίες λίστες των κριτικών για αυτή τη χρονιά. Τα Όσκαρ είναι απλά, η λογική συνέχεια.

Ο Ζαρντέν υποδύεται έναν αστέρα του Χόλυγουντ, τον Τζόρτζ Βαλεντίν, καρδιοκατακτητή και απόλυτα επιτυχημένο ηθοποιό του βωβού σινεμά. Τυχαία σε μια πρεμιέρα της τελευταίας του ταινίας, συναντά την Μπεζό, μια πανέμορφη νεαρή κοπέλα, που επιθυμεί διακαώς να μπει και αυτή στο χώρο. Ο σκηνοθέτης Τζόν Γκούντμαν, θέλοντας να ενστερνιστεί τη νέα μόδα του ήχου, για περισσότερα κέρδη σύμφωνα με τις επιταγές του στούντιο, προσπαθεί να πείσει τον Ζαρντέν, να παίξει σε ομιλούσα ταινία. Εκείνος όμως, πεισματικά αρνείται. Αποφασίζει να γράψει, να σκηνοθετήσει, να κάνει τη παραγωγή και να πρωταγωνιστήσει σε ένα ολότελα δικό του φιλμ, χωρίς ήχο. Η εποχή του βωβού όμως, έχει περάσει, η ταινία γνωρίζει παταγώδη αποτυχία και το άστρο του σβήνει. Παράλληλα, η Μπεζό, έχει εξελιχθεί σε μεγάλο αστέρι του ομιλούντος κινηματογράφου, αντιπροσωπεύοντας την νέα τάξη πραγμάτων.

Το σενάριο είναι ένα παιχνιδιάρικο μείγμα του Ένα αστέρι γεννιέται (A star is born, 1955) και του μιούζικαλ Τραγουδώντας στη βροχή (Singing in the rain, 1952). Στα σχεδόν 100 λεπτά του, το φιλμ αναπτύσσει μια πρωτόγνωρα θερμή σχέση με τον θεατή. Συνοψίζει όλα τα χαρακτηριστικά που συνήθως μας κάνουν να θέλουμε να πάμε σινεμά. Δράση, γέλιο, συγκίνηση και ευκαιρία για απόδραση σε έναν άλλο κόσμο. Για τους σινεφίλ, είναι και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, να μελαγχολήσουν από νοσταλγία και να παίξουν με τις πάμπολλες αναφορές.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της ταινίας είναι οι ερμηνείες και το δέσιμο της χημείας μεταξύ των ηθοποιών. Οι Ζαν Ντι Ζαρντέν και Μπερενίς Μπεζό πραγματικά λάμπουν. Με το γενναιόδωρο παίξιμό τους, καταφέρνουν να κάνουν τα πλέον μεγαλειώδη πράγματα να φαίνονται κοινότοπα και τα πλέον κοινότοπα μεγαλειώδη. Το υποστηρικτικό κάστινγκ, από τον εξαιρετικό Τζόν Γκούντμαν μέχρι τον Τζέιμς Κρόμγουελ στο ρόλο του πιστού σοφέρ, κάνει τον θεατή να ταυτιστεί αβίαστα με τους χαρακτήρες, τους τύπους, το χρόνο. Και φυσικά ο Ούγκι, αυτό το τετραπέρατο τεριέ, κλέβει την παράσταση, σε όποια σκηνή και να εμφανίζεται. Ως πιστός σύντροφος του πρωταγωνιστή, βιώνει την δόξα και την παρακμή του ήρωα, σαν αληθινός ερμηνευτής.

Όλα βέβαια οφείλονται στον εμπνευστή, σεναριογράφο και σκηνοθέτη Μισέλ Χαζαναβίσιους. Αυτός είναι, που καταφέρνει να ταιριάξει τον γρήγορο ρυθμό με την αίσθηση του ρετρό. Καδράρει σε παραδοσιακό 4:3, όπως τότε. Επιμελείται λεπτομερώς σκηνικά, κουστούμια και λειτουργικά οπτικά εφέ, ενώ δίνει στον φωτογράφο Γκιλόμ Σίφμαν το όραμα και εκείνος του ανταποδίδει έναν αισθητικό θρίαμβο σε ασπρόμαυρο. Φροντίζει στο παραμικρό, την ένταση, το πάθος στο μουσικό σκορ του Λούντοβιτς Μπουρσέ, που ντύνει τα παιχνίδια της κάμερας με τρόπο μοναδικό.

Το περιοδικό Variety έγραφε το 1929 “το μόνο που κατάφερε ο ήχος για την κινηματογραφική βιομηχανία, ήταν να τη γυρίσει ανάποδα, ώστε να πέσουν από τη τσέπη της, τα τρικ που κράταγε μυστικά”. Εγώ, το μεγαλύτερο τρικ που βρήκα σε αυτή τη ταινία, ήταν το πάθος για αληθινό σινεμά. Και όπως έλεγε κάποτε η κριτικός Ρόουζ Πέλγουικ, καλύτερα που δεν είχε ήχο, στην τελική. Τα χειροκροτήματα και τα γέλια του κοινού, εξάλλου θα τον κάλυπταν.

Ένα σχόλιο

  1. Παράθεμα: LE REDOUTABLE (2017) ★★★ | Οι ταινίες της ζωής σου

Σχολιάστε