Nymph( )maniac (2013) *

Nymph_2013Τα έχουμε δει σχεδόν όλα, από την κάμερα του δανού Λάρς Φον Τρίερ. Αλλά απ’ ότι φαίνεται, ποτέ δεν είναι αρκετά. Παραμένοντας ακριβοθώρητος στους σινεφιλικούς κύκλους, παρά τα unfollow που ο ίδιος προκάλεσε στις προπέρσινες Κάννες (εκεί που δήλωνε φαν του Χίτλερ), επιστρέφει, έτσι όπως ακριβώς είχε απειλήσει τους δημοσιογράφους, που κάλυπταν τότε το φεστιβάλ.

Κινηματογραφώντας ένα πορνό τέχνης. Η Νυμφομανής, μετά από μια ιδιοφυής προωθητική καμπάνια, που θα ζήλευε ακόμα και το Χόλυγουντ, έρχεται πετσοκομμένη σε λογοκριμένες σκηνές (το hardcore πιάνει χώρο) και σπασμένη σε δυο μέρη. Θα τον πάρουμε λοιπόν με τις πέτρες, ή αξίζει να κυλιστούμε στην αμαρτία;

«Ξεχάστε Την Αγάπη», προειδοποιεί με ύφος η αφίσα. Γνωρίζαμε φυσικά, ότι δεν θα δούμε έρωτες με πεταλουδίτσες στο στομάχι, αλλά ούτε και κάνα τύπου ανωμαλιάρικο kama sutra. Οι υποψιασμένοι στο στιλ του Τρίερ, θα βγουν δικαιωμένοι από την σκοτεινή αίθουσα, πάντα σε σχέση, με εκείνο, που τους έχει συνηθίσει να προσδοκούν από τον auter. Που είναι, το ακομπλεξάριστο και χωρίς αναστολές σινεμά. Μετά λοιπόν από το Ben Hur των τεσσάρων ωρών (βεντούζα το vol.1 και vol.2), ας επιχειρήσω να βάλω μια τάξη, σε όσα μου προκάλεσε (;) το συγκεκριμένο έργο.

To Nymp( )maniac μετατοπίζει διαρκώς την αφήγησή του, από α) το κουβεντολόι της κακοποιημένης γυναίκας Τζό (Σαρλότ Γκένσμπουργκ) με τον εβραίο Σέλιγκμαν (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) που προθυμοποιείται να την βοηθήσει, στην β) οπτικοποίηση των διηγήσεων της πρώτης, σχετικά με το πώς κατάντησε έτσι όπως είναι. Έχουμε δηλαδή από τη μια, ένα στατικό απόλυτα θεατρικό- σκηνικό με ένα κρεβάτι και μπόλικες κούπες τσαγιού και ένα εκτενές φλασμπάκ, διαφορετικής έντασης και ρυθμού, να τροφοδοτεί την υπόθεση. Το ένα, υποτίθεται πως συμπληρώνει το άλλο και λύνει γρίφους τόσο στον Σκάρσγκαρντ όσο και στον θεατή. Εμένα πάλι μου φάνηκε, πως το ένα εξουδετέρωνε το άλλο.

Η Τζό, παρότι βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, φέρεται κάτι παραπάνω από πρόθυμη, να πει την ιστορία της ζωής της,. Την οποία μάλιστα, έχει φροντίσει να διαιρέσει (!) σε κεφάλαια. «Όοοχι, πρέπει να τα ακούσεις όλα» λέει στον Σέλιγκμαν, με το στανιό. Είναι σαν να έχει πάει σε ειδικό για ψυχανάλυση και να κάνει τράκα. Την διάγνωση όμως, την ήδη έχει κάνει η ίδια και δεν σηκώνει αντιρρήσεις επ’ αυτού. Αισθάνεται ότι παραβιάζει τους κανόνες του παιχνιδιού του σεξ και κλειδώνει τον εαυτό της, σχεδόν μαζοχιστικά, στο πρότυπο του θύτη. Ο Σέλιγκμαν από την άλλη, υποτίθεται ότι έχει ευαισθησία και διαύγεια σε αυτά που ακούν τα αυτιά του, αν και σε στιγμές, τα λόγια του προδίδουν ότι παγιδεύεται σε μια φάση σαγήνης. Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα έρχεται κάπου εδώ. Ο σεναριογράφος Τρίερ μας δουλεύει κανονικά. Παρωδεί με ψυχρότητα την λαγνεία και τον ερωτισμό με ένα παχύ στρώμα φλύαρων ιδεών και αφηρημένων –στα όρια του γελοίου- παραλληλισμών (μαθηματικές ακολουθίες, ψάρεμα, εκκλησιαστικά όργανα και πιρουνάκια του γλυκού). Κρατά αποστάσεις από τα πιθανά αίτια – δεν υπάρχει κάποιο τραύμα που ανάγεται στην παιδική ηλικία για παράδειγμα, που να δικαιολογεί τη στάση- και συντηρεί μια έντονη ατμόσφαιρα ομίχλης στο ψυχισμό της πρωταγωνίστριας. Τα λόγια της δεν είναι καθρέπτης, είναι απλά ένα διεγερτικό για να νιώσουμε πιο άβολα με την διαταραχή της. Και οι μπαρούφες του Σέλιγκμαν, ευθυγραμμίζονται ως σοφίες.

Όπως και να ‘χει, βρήκα βασανιστική την μη-ενδοσκόπηση στο καίριο και την επίμονη αναζήτηση υπονοούμενων. Δεν είναι δείκτης αδυναμίας, να αναπτυχθεί η ιστορία. Είναι σκόπιμος ακρωτηριασμός των συναισθημάτων, άλλοτε εμφανής κι επιθετικός, άλλοτε πιο δυσδιάκριτος. Αλλά είναι εκεί. Στο νταραβέρι που στήνεται στο τρένο, στο πρώτο μηχανιστικό ξεπαρθένεμα από τον Ζερόμ (Σάγια Λε Μπέφ), στην αναισθησία απέναντι στα μαστιγώματα του Τζέιμι Μπέλ, παντού. Ο Τρίερ έχει κατασκευάσει μια περσόνα που λογοκρίνει την αλήθεια της. Σίγουρα, ο πιο μισογύνικος ρόλος στη φιλμογραφία του. Νταραβερίζεται με μίσος, απέχθεια και σαδισμό, είναι λίγο ηλίθια (ετοιμάσου να δεις το interview σε θέση γραμματέως και το πώς βρίσκει νόημα στην ακαταστασία του γραφείου του αφεντικού) και περιφέρεται άβουλα σε αυτόν τον κακό, στραβό κι ανάποδο κόσμο.

Τις ταπεινώσεις (σωματικές-ψυχικές) καλούμαστε να δούμε από τη σκοπιά της Τζό (στο ρόλο αρχικά η Στέισι Μάρτιν) , με ένα μικρό –αλλά αργόσυρτο- διάλλειμα, που αφορά τη τρυφερή σχέση με τον γιατρό πατέρα της (Κρίστιαν Σλέϊτερ). Όλο το υπόλοιπο κομμάτι αναζητά το δικό του μερίδιο στη πρόκληση. Που την έχει κάνει εργόχειρο ο σκηνοθέτης, με ένα μπαράζ εμβόλιμων γυμνών σκηνών σε προηγούμενα -δραματικά του- φιλμ, που σχεδόν αποπροσανατόλιζαν από το βασικό θέμα. Εδώ όμως  η τσόντα  είναι το σημείο G και την περιμένεις. Γνωρίζεις ότι δεν μπορείς να αιφνιδιαστείς. Φάτσα φόρα στα γεννητικά όργανα κι ο φακός εστιάζει χωρίς προφυλάξεις. Παίρνει με τσαμπουκά τη προσοχή σου, είναι η αλήθεια, αλλά μην περιμένετε σεισμό πολλών ρίχτερ. Τουλάχιστον στην εκδοχή που είδα εγώ, περισσότερο σκανδαλίζει επειδή είναι χωρίς αίσθημα και τις περισσότερες φορές αξιολύπητο. Και σε ποιότητα, συναγωνίζεται βιντεάκια ανεβασμένα στο ίντερνετ.

Η Τζό λοιπόν, έχει δώσει όρκο, να μην ζευγαρώσει με κανένα αρσενικό για δεύτερη φορά. Σαν one hit wonder, η πλοκή την βάζει να κάνει υγρά κλικ σε πατώματα, κρεβάτια, μπάνια, δεμένη σε καναπέδες κι ότι άλλο βάζει ο πρόστυχος νους σας. Όσο κυλάει η ταινία προτείνεται η αντιθεραπεία ως λύτρωση, ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο, υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες την τιμωρία που της πρέπει.

Τι όμως σου μένει πραγματικά, από αυτό το έργο; Εμένα προσωπικά, μια έντονη αίσθηση αφυδάτωσης κι ενόχλησης. Δεν ξέρω αν έμεινα στο πρώτο επίπεδο ανάγνωσης (αφού ακόμα και τον συμβολισμό του δέντρου, παρά το εντυπωσιακό τελικό πλάνο δεν τον έλυσα), αλλά ο Τρίερ δεν κατέβαλε και καμιά προσπάθεια να πάρω την ταινία του στα σοβαρά. Στ’ αλήθεια, περισσότερο ως μαύρη κωμωδία θα την πρότεινα.

Σκηνοθετικά, δεν μπορώ να πω αν με αυτό το έργο ωριμάζει. Στο ύφος όμως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ρίχνει πρόκληση εκβιαστικά στο θεατή, ο οποίος μπορεί και να τσιμπήσει. Σαν να χασκογελά πονηρά πίσω από την κάμερα «σεξ είναι, πώς κάνετε έτσι;”. Συντηρεί τον ρόλο του προβοκάτορα και ανακυκλώνει δικές του (φθαρμένες) ιδέες. Μην ακούτε τις αποθεωτικές κριτικές. Αναζητήστε αλλού το magnum opus του.

Σκηνοθεσία: Λάρς φον Τρίερ

Παραγωγή: Μαρί Σεσιλί Γκαντ, Λουίζ Βεστ

Σενάριο: Λάρς φον Τρίερ

Ηθοποιοί: Σαρλότ Γκένσμπουργκ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Στέισι Μάρτιν, Σάγια Λε Μπέφ, Κρίστιαν Σλέϊτερ, Τζέιμι Μπέλ, Ούμα Θέρμαν, Γουίλιαμ Νταφόε, Ούντο Κϊερ, Κόνι Νίλσεν

Φωτογραφία: Μανουέλ Αλμπέρτο Κλάρο

Στούντιο: Zentropa, HeimatFilm

Χώρα: Δανία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Μεγ. Βρετανία

Διάρκεια: 241’ (μαζί και τα 2 μέρη στην short version)

Ένα σχόλιο

  1. Παράθεμα: A Cure for Wellness (2016) * – Οι ταινίες της ζωής σου

  2. Παράθεμα: Borg McEnroe (2017) ★★★ | Οι ταινίες της ζωής σου

  3. Παράθεμα: LE REDOUTABLE (2017) ★★★ | Οι ταινίες της ζωής σου

Σχολιάστε