Casino Royale (2006) ****

casino

53 χρόνια μετά το πρώτο –ομώνυμο- βιβλίο του Ίαν Φλέμινγκ και 44 από την παρθενική εμφάνισή του στο σινεμά, ο νέος 007 επισκέπτεται το Καζίνο Ρουαγιάλ σε μια προσπάθεια επανεκίννησης του franchise δράσης. Οι παραγωγοί της σειράς Μπάρμπαρα Μπρόκολι-Μάικλ Γουίλσον, αλλά και η υπεύθυνη της Sony Έϊμι Πασκάλ, πόνταραν στον 38χρονο Άγγλο Ντάνιελ Κρέγκ (Layer Cake, Μόναχο), την 6η κατά σειρά ενσάρκωση του Τζέιμς Μπόντ, παρά τις έντονες αντιδράσεις των φαν και τις απειλές για μποϋκοτάζ (Χιού Τζάκμαν και Κλάιβ Όουεν ήταν πιο ασφαλή εμπορικά στοιχήματα, ενώ ο 22χρονος Χένρι Κάβιλ κρίθηκε πολύ νέος για το ρόλο). Τραχύς, όχι τόσο εμφανίσιμος όσο ο Πίρς Μπρόσναν που αντικαθιστούσε και με ξανθά μαλλιά, όλα ήταν κόντρα στα στάνταρντς της κλασσικής αρρενωπότητας που εκπροσωπούσε ο μύθος μέχρι τώρα.

Η press conference που δόθηκε για την ανακοίνωση του Κρέγκ, όχι μόνο δεν βοήθησε, αλλά υπήρξε σχεδόν καταστροφική, με τον Τύπο να τον υποδέχεται κάργα επιθετικά. Ο πρωταγωνιστής έκανε είσοδο με ταχύπλοο στα Royal Marines του Λονδίνου, φορώντας όμως …σωσίβιο πάνω από το φινετσάτο κουστούμι του ιταλικού οίκου Brioni (ξενέρωμα!), ενώ στην συνέντευξη ήταν νευρικός, μασούσε τσίχλα και έδινε μονοσύλλαβες απαντήσεις. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον, αλλά τουλάχιστον ο δοκιμασμένος Μάρτιν Κάμπελ στη σκηνοθεσία (που με το Επιχείρηση Χρυσά Μάτια είχε δώσει αέρα ανανέωσης στη σειρά) έδινε ένα κύρος και άφηνε υποσχέσεις, για μια ευπρεπής, ψυχαγωγική περιπέτεια.

Kανείς δεν έβλεπε από μακριά, για το ποιά απόσταση θα έπαιρνε το ύφος αυτού του φιλμ από τα καραγκιοζιλίκια του Πέθανε μια Αλλη Μέρα (το 20ο ήταν και μακράν το χειρότερο κεφάλαιο της σειράς), αλλά παρατηρώντας την πέραση που είχε το επιδραστικό για το είδος του Στη Σκιά των Κατασκόπων του Πόλ Γκρίνγκρας το 2004 με τον αντι-γκλάμουρ Τζέισον Μπόρν, μπορούσες να προβλέψεις, για το πού θα βαδίσει το σενάριο των Νίλ Πέρβις και Ρόμπερτ Γουέϊντ (ο βραβευμένος με Όσκαρ Πόλ Χάγκις, επίσης στο φινίρισμα της ιστορίας). Ο νέος 007 είναι πλέον ανθρώπινος, τρωτός, επιρρεπής στα λάθη και χωρίς γκατζετάκια στη τσέπη. Το στιλ απομακρύνεται από τον κοσμοπολιτισμό και την φαντασιακή εκκεντρικότητα και κοντρολάρεται πλέον, στο να θυμίζει ακόμη και στις πιο φαντεζί σκηνές του, έναν βασανισμένο Ιντιάνα Τζόουνς ή έστω Τζόν ΜακΛέϊν (και εκείνα τα franchise ήταν στα γυρίσματα εκείνη την εποχή, με τα τέταρτα -ατυχέστατα όπως προέκυψαν- επεισόδιά τους).

Το Καζίνο Ρουαγιάλ είχε μεταφερθεί και στο παρελθόν στην οθόνη. Πρώτη φορά το ’54 σε μια τηλεοπτική διασκευή μιας σειράς ανθολογίας με τίτλο Climax! και πρωταγωνιστή τον Αμερικανό Μπάρι Νέλσον και μια μέτρια κινηματογραφική παρωδία του ’67 με τον κωμικό Πίτερ Σέλερς. Με την ανάγκη να αναγεννηθεί η σειρά, το σενάριο χρειαζόταν σοβαρό προσανατολισμό, με στοιχεία νουάρ και έντονης ψυχολογικής αγωνίας. Ίσως γι ‘αυτό απορρίφτηκε εξαρχής η επιλογή, να σκηνοθετήσει τη νέα version ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ο διάσημος δημιουργός, λίγες εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση της διλογίας Kill Bill, ανακοίνωνε από τις Κάννες την πρόθεση και διαθεσιμότητά του στην παραγωγό εταιρία Eon, να ανανεώσει για λογαριασμό τους τον Μπόντ, έχοντας μάλιστα πάρει την πρωτοβουλία να κάνει από μόνος του κάποιες δοκιμαστικές λήψεις, αλλά και συνομιλίες με τον Πίρς Μπρόσναν. Οι Άγγλοι όμως, του είπαν “σαν πολύ φόρα πήρες” και του γύρισαν επιδεικτικά τη πλάτη. Δεν ήθελαν να δώσουν σε έναν Αμερικανό την άδεια να σκοτώνει σε υψηλό volume και να γεμίζει με κόμικ υπερβολές την οθόνη. Χρειαζόντουσαν κάτι πιο ελεγχόμενο, πιο απογυμνωμένο από εξάρσεις, τουλάχιστον στην εκκίνησή του. Το κόστος της παραγωγής έκλεισε στα 150 εκ.$, με τις συνολικές εισπράξεις στις αίθουσες να φθάνουν τελικά στα 600.

Ο Μπόντ, αν και πολύ γνώριμος σε φόρμουλα ανάπτυξης της ιστορίας που πατά σε σταθερά και κλασσικά πρότυπα, αποδεικνύει εδώ, ότι είχε τελικά πλούσιο περιθώριο να σκαλιστεί ψυχολογικά, από μια ταινία restart. Αυτό ιντριγκάρει ιδανικά την –πολύ πιο ενδιαφέρουσα εδώ- σχέση του με την αρχηγό της MI6 (η αναντικατάστατη Τζούντι Ντέντς, αψηφά το μηδενισμό του κοντέρ στην προϋπηρεσία της ως M), αλλά και με την Βέσπερ Λίντ (Εύα Γκρίν), που θα αποδειχτεί κάτι παραπάνω από ένα ακόμη Bond girl. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κοσμοπολίτης και φανατικός εργένης Φλέμινγκ έγραψε το Casino Royale παραμονές του γάμου του, ενώ πάλευε με την αρνητική πλευρά της ιδέας να νοικοκυρευτεί. Η ρομαντική χροιά που προέκυψε στο ρόλο της Λίντ υπήρξε και για εκείνον η ανακάλυψη μιας βαθιάς ευαισθησίας, τον οποίο η έφεση στις playboy ερωτοτροπίες, δεν τον άφηνε μέχρι τότε να εκδηλωθεί. Ο Μπόντ γίνεται για πρώτη φορά τρυφερός, σχεδόν δακρύζει μπροστά στον κίνδυνο, να χάσει τη γυναίκα, την οποία ποθεί σωματικά και εγκεφαλικά. Οι Κρέγκ και Γκρίν έχουν εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και το σμίξιμό τους, τροφοδοτεί με ψυχή τη ταινία. Ο Κρέγκ διαθέτει το ερμηνευτικό εύρος και με το θεατρικό του background, ανταπεξέρχεται πλήρως στις προθέσεις.  Οι σεναριογράφοι παίζουν απολαυστικά και με χιούμορ πάνω στα χαρακτηριστικά του ήρωα, από τον τρόπο που μοστράρεται στο καθρέπτη, μέχρι τον τρόπο που παραγγέλνει το μαρτίνι του. Ο φόβος της δέσμευσης και η συναισθηματική οικειότητα κάνουν λίγο πίσω, αλλά ο ναρκισσισμός καλά κρατεί (παρατηρήστε τον πως ταράζεται, όταν η Λίντ του παραγγέλνει νέο σμόκιν). Αντιστροφή ακόμη και στον τρόπο που αναδύεται από τη θάλασσα (κλείσιμο στο μάτι στις σέξι Χάλι Μπέρι και Ούρσουλα Άντρες). Μελετημένες πινελιές που σηματοδοτούν κάτι νέο.

Πέρα από τις τοποθεσίες, στον εξωτισμό συνεισφέρουν σε μικρούς ρόλους, οι Ιταλοί Τζιανκάρλο Τζανίνι και Κατερίνα Μουρίνο. Τον πρώτο, τον πήραν για το όνομα και την αισθησιακή φωνή, την δεύτερη για τις αναλογίες και κυρίως το πώς γράφουν στο φακό, με τη βοήθεια ενός καυτού κόκκινου φορέματος (το οποίο δεν το βγάζει). Ο κακός του φιλμ, είναι ο τζογαδόρος τραπεζίτης Λε Σίφρ (Μάντς Μίκελσεν), που χρηματοδοτεί τρομοκράτες σε όλο το κόσμο. Προσωπικά, δεν τρελάθηκα με τον τρόπο που παρουσιάστηκε και δεν μου γέμισε το μάτι ως απειλή. Η κύρια αναμέτρησή τους είναι χαρτοπαικτική σε ένα Καζίνο του Μαυροβουνίου, πάνω σε μια παραλλαγή του πόκερ που ονομάζεται Texas Hold ’em (στο πρωτότυπο η μάχη στη τσόχα αφορούσε μπακαρά). Περισσότερο ενδιαφέρον από τον Λε Σίφρ έχει για παράδειγμα ο Τζέφρι Ράϊτ, που κλέβει την παρτίδα με τις λιγοστές σκηνές του. Ο Κάμπελ κάνει ότι μπορεί για να ανεβάσει την δραματικότητα σε κάτι τόσο στατικό και αντι-κινηματογραφικό όσο ένα παιχνίδι με χαρτιά, με βλέμματα-μπλόφες, κοίταγμα φύλλων και ανακάτεμα, αλλά ο ρυθμός –κακά τα ψέμματα- πέφτει σε αδράνεια σε αυτό το σημείο.

Τον άσο από το μανίκι στη ταινία, τραβούν φυσικά οι σκηνές δράσης. Τέλεια ενορχηστρωμένες, με απίστευτη ενέργεια και με βασικό άξονα την στιβαρή ερμηνευτική και σωματική υποστήριξη του Κρέγκ, συναρπάζουν και μένουν στη μνήμη. Η πιο επινοητική και εκείνη που ανεβάζει πλέον τον πήχη πολύ ψηλά, είναι η ιλιγγιώδης καταδίωξη ενός βομβιστή στη Μαδαγασκάρη. Η σεκάνς γυρίστηκε σε μια υπο-ανέγερση οικοδομή στις Μπαχάμες (δίπλα στο ξενοδοχείο που χρησιμοποιήθηκε και στο Η Κατάσκοπος Που Μ’ Αγάπησε του ’77), ενώ για την εκτέλεση και χορογραφία της, υπεύθυνος είναι ο Παριζιάνος Σεμπαστιέν Φουκάν (ανήκει στην ομάδα που έκανε μόδα το παρκούρ), που πρωταγωνιστεί και κόβει την ανάσα, πηδώντας κυριολεκτικά στο κενό. Οι σκηνές δείχνουν απόλυτα αυθεντικές, επικίνδυνες και τα μάτια φυσικά ξεγελιούνται, στην αντικατάσταση των ηθοποιών με τους ριψοκίνδυνους κασκαντέρ. Όσα διαδραματίζονται στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι θυμίζουν λίγο ή πολύ Die Hard, αλλά εντυπωσιακή σε κλίμακα είναι και η βύθιση ενός κτιρίου στη Βενετία, το εσωτερικό του οποίου ανακατασκευάστηκε πάνω σε ένα τεράστιο μηχανικό γερανό, στα περίφημα Pinewood Studios της Αγγλίας. Και για όσους λατρεύουν τα γρήγορα αυτοκίνητα, δεν θα μπορούσε να λείπει από το μενού η Άστον Μάρτιν, με το νέο της μοντέλο DBS, να γκαζώνει και να τουμπάρει (σπαρακτικά) στον αέρα.Το -ειρωνικά πρωτότυπο- τραγούδι των τίτλων “You Know My Name” ερμηνεύει ο Κρίς Κορνέλ (τραγουδιστής των Soundgarden), ο Ντέιβιντ Άρνολντ υπογράφει το σκορ για τέταρτη φορά, ενώ το πασίγνωστο μουσικό θέμα ακούγεται μόνο στο κλείσιμο.